Με το τραίνο από την Nice με προορισμό την Antibes.
Aπο την Νίκαια των Ελλήνων στην Αντίπολη των Ελλήνων.
Νότια Γαλλία.
Ήθελα να φτάσω, προσκυνητής, στο σπίτι της οδού Bas Castelet αριθμός 8.
Ήξερα πως ο
«ένοικος» δεν ήταν πια εκεί.
ΟΤΑΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Μπουκαμβίλιες παντού.
Στο νούμερο 8 της οδού Bas Castelet η πόρτα ερμητικά κλειστή.
Η τελευταία κατοικία του Νίκου και της Έλενας
Καζαντζάκη.
Εδώ γράφτηκε η «αναφορά στον Γκρέκο», εδώ μεταφράστηκε
η Οδύσσεια.
Αυτήν την πόρτα πέρασε η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ
Ντασέν στην συνάντηση και απόφαση για
τον «Χριστό που ξανασταυρώνεται».
Όλα γίνανε πίσω από αυτή την κλειστή πόρτα.
Από την μεριά της θάλασσας ένα μπαλκόνι που ατενίζει
την θάλασσα της Λιγουρίας και μακριά την Κρήτη.
Αυτήν την Κρήτη έβλεπε ο Καζαντζάκης όταν αποφάσισε να
εγκατασταθεί στην Αντίμπ.
Του θύμιζε αυτή η Πόλη την «Κρήτη του».
Χρώμα, λουλούδια ,μικρά δρομάκια και κύρια: Θάλασσα.
Μια Κρήτη στην Νότια Γαλλία.
Η τελευταία του κατοικία μέχρι που έφυγε από την ζωή
το 1957.
Κάτω από το μπαλκόνι στον βράχο μια πινακίδα στα
Γαλλικά:
«Νίκος Καζαντζάκης Έλληνας Ποιητής… Είμαι ελεύθερος».
«ΨΑΧΝΕΤΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΆΚΗ;»
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου μια ηλικιωμένη κυρία
σκάλιζε τα λουλούδια στην αρτάνα του σπιτιού της.
Μια γελαστή όμορφη κυρία.
«ψάχνετε το σπίτι του Καζαντζάκη; »με ρώτησε.
«Ήμουν 13 χρόνων όταν πέθανε. Θυμάμαι καλά την κυρία
Έλενα…».
Την άφησα να μιλάει χωρίς σκέψη να την διακόψω. Δεν
της είπα καν ότι η γνώση μου στα Γαλλικά είναι περισσότερο «διαίσθηση» παρά
γνώση.
Είμαι βέβαιος πως έλεγε για την όψη, την γλυκύτητα
,την χειμαρρώδη παρουσία του Καζαντζάκη, τον λόγο του, την περπατησιά του, την
Ελληνικότητα, την λαλιά του.
Την άφησα να μιλάει, με γλώσσα λυρική που δεν
καταλάβαινα αλλά «κατανοούσα» .
Στο τέλος η ύβρις:
«το σπίτι πουλήθηκε πρόσφατα σε ένα ζευγάρι Εγγλέζων»
Ύβρις.
Το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, κάποιος Ελληνικός
Φορέας δεν μπόρεσε αλλά και ούτε θα σκέφτηκε, να αγοράσει το τελευταίο σπίτι
του Καζαντζάκη.
Την χαιρέτησα με το κεφάλι σκυφτό. Ένιωθα ντροπή για
την απώλεια και την έλλειψη αυτογνωσίας από ένα Κράτος, μια Χώρα που λησμονεί.
«Το τελευταίο σπίτι του Καζαντζάκη το αγόρασαν κάτι
Άγγλοι»
Από την άλλη μεριά σκεπτόμουν πως ο Καζαντζάκης
υπάρχει ακόμα εκεί!
Υπάρχει το σπίτι του, υπάρχει μια πινακίδα που το Γαλλικό
κράτος τοποθέτησε εκεί. Κύρια υπάρχει η μνήμη που σώζεται από την ευγενική γειτόνισσα.
Κίνησα να φύγω. Διάβασα για τελευταία φορά σαν
αποχαιρετισμό την πινακίδα στα Γαλλικά:
«Νίκος Καζαντζάκης Έλληνας Ποιητής…
Δεν φοβάμαι τίποτα
Δεν ελπίζω τίποτα.
Είμαι Ελεύθερος!»
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΖΕΙ ΑΚΟΜΑ!
Με θυμό πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Τότε συνέβη το θαύμα!
Δυο νέα παιδιά .Ένα αγόρι και ένα κορίτσι γεμάτα
«φως».
Φοιτητές στην Σχολή Καλών Τεχνών.
Έλληνες.
«Ψάχνουμε ένα ποίημα του Καζαντζάκη γραμμένο σε ένα
βράχο» με ρώτησαν.
Μιλάγαμε για ώρα. Για τον Καζαντζάκη.
Δύο 20χρονα παιδιά αναζητούσαν την Ιστορία.
Δεν ξέχασαν. Δεν ξέχασαν τον Καζαντζάκη.
Για μένα η παρουσία τους εκεί και η συνάντηση μας ήταν
ένα θαύμα.
Ναι η Ελλάδα επιζεί ακόμα.
Ο Καζαντζάκης το είπε και έχει δίκιο:
«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα.
Επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».
Υ.Γ: Στην Πόπη και τον γιό μας τον Σπύρο.
Συνταξιδιώτες σε μια αξέχαστη «εκδρομή».