Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ


Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν ήταν ένας γάιδαρος, πραγματικό κουκλί. Ενα μπιμπελο. Ζουσε στο γνωστό νησί Κεφαλλοιά και την περνούσε πραγματικά «κοτσάνι» πίνοντας μπύρες και ξεκοιλιαζόμενος στην ψητούρα, γιατί παραδόξως σαν γάιδαρος είχε περίεργα γούστα στην μάσα.



ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
«ο Δήμαρχος Χαρχούδας»

Όλα πηγαίναν μέλι-γάλα, μέχρι που έφτασε στην Κεφαλλοιά ένας χοντρουλός τύπος που έμοιαζε με γάιδαρος, χωρίς να είναι, με κυριλέ καμπαρντίνα, χρυσά μανικετόκουμπα, μαγκιά και ένα caro «φτιαγμένο» και φορτωμένο φούμαρα. 

«Χαρχούδας» συστήθηκε στους ιθαγενείς, «ήρθα να με βγάλετε Δήμαρχο!!!».

Τσιμπήσανε οι ιθαγενείς, ζαλίστηκαν από το κυριλίκι του Χαρχούδα, τους φλώμωσε και στο παραμύθι, είχαν βαρεθεί και τους προηγούμενους και βάλαν πάνω στο κεφάλι τους τον Χαρχούδα.

Ο Γάιδαρος, μαζί με άλλους φίλους γαίδαρους, πρόσεξαν ότι ο Χαρχούδας έσερνε με αλυσίδα ένα δήθεν κατοικίδιο ζωντανό, που το εμφάνιζε ως το «χρυσό» του.

«Ρε αυτό είναι λυκάκι!!!» είπανε οι συνγάιδαροι «αν αυτό μεγαλώσει και λυθεί, θα μας φάει ζωντανούς».

Μωρέ κανένας δεν αντέδρασε... Ο ένας έλεγε «μπα μωρέ δεν είναι λύκος, είναι σκυλάκι πεκινουά που μοιάζει με λύκο», ο άλλος «είναι τόσο μικρούλι και γλυκούλι»...

Τους είπε και ο Χαρχούδας ότι θα το έχει δεμένο στην αυλή και δεν θα το αφήσει να μπεί στον Δήμο και την φάγανε οι ιθαγενείς. 

Πάντως κανείς δεν αντέδρασε όταν ο γάιδαρος τους φώναζε «λύκος-λύκος», ούτε από την δεξιά πλευρά της πόλης, ουτε από την αριστερή. Προτίμησαν να πουν πως ο γάιδαρος είναι υπερβολικός και πως παραδόξως δεν αγαπά τα ζώα.



ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ  
«ο Βλαχέμπορος»

Εκοψε την αλυσιδούλα το λυκάκι και από την αυλή του Δημαρχείου, σάρτησε μέσα στο Δημαρχείο και έπιασε στασίδι, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία... και ο καιρός περνούσε.

Όπως λοιπόν η Βενετία έχει τον δικό της έμπορο, έτσι και η Κεφαλλοιά έχει τον δικό της έμπορο, που μάλιστα κατάγεται από την Βλαχία, αλλά δραστηριοποιείται στην Κεφαλλοιά και έμεινε στην ιστορία σαν «Βλαχέμπορος».

Κάνανε λοιπόν εκλογές οι έμποροι να βγάλουν τον «πρωτέμπορο» και  ω του θαύματος ο έμπορος της Βλαχίας, προφανώς για να τρομάξει τους συνεμπόρους εμφάνισε σαν συνοδό του το λυκάκι, που εν τω μεταξύ είχε γίνει κοτσάμ λύκαρος.

«Κοιτάτε τι σας έχω» είπε ο έμπορος της Βλαχίας...

Ο Γάιδαρος μόλις τον είδε του είπε: «Ω  Βλαχέμπορε, θα μας φάει ο λύκος»

«Μπα, μη φοβάστε, μεγάλωσε, άλλαξε, ωρίμασε» είπε ο Βλαχέμπορος.

«Μα, ο λύκος και αν εγέρασε και άσπρισε το μαλί του, μητέ την γνώμη άλλαξε μήδε την κεφαλή του» απαντησε ο γάιδαρος, που από γνωμικά είναι μανούλα.

Τι και αν φώναξε ο γάιδαρος «λύκος-λύκος». Κανένας δεν αντέδρασε ουτε από την δεξιά μεριά, ούτε από την αριστερή μεριά της πόλης.

Και στελιάστηκε ο λύκος δίπλα στον Βλαχέμπορο και κανείς δεν άκουσε τον γάιδαρο.




ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ
«Χαρχούδας again»

Και μεγάλωσε ο Λύκαρος και κάνει μια φραπ, να φάει τον Βλαχέμπορο, που γλύτωσε βαριά λαβωμένος την τελευταία στιγμή, κάνοντας έναν σάρτο. Αυτό που λέμε «παρά τρίχα».

Εν τω μεταξύ ο Λύκαρος  είχε κρατήσει την αλυσιδούλα που τον έφερε ο Χαρχούδας και για να μην πάει άχρηστη, έδεσε καλά-καλά τον Χαρχούδα και τον πάει βόλτα στα πανηγύρια, όπως οι αρκουδαραίοι την αρκούδα.

Για τα ησυχότερα ο Λύκαρος αποφάσισε να μην φάει ακόμα τον Χαρχούδα, γιατί οι ιθαγενείς θελανε πάλι Δήμαρχο.

Χαρχούδας again!!! 
Έριξε το σύνθημα ο Λύκαρος. Ορμήξανε οι ιθαγενείς που τους δώσανε και κάτι χαρτζιλίκια και βγάλανε again τον δεμένο Χαρχούδα Δήμαρχο και τον Λύκο Δημαρχότερο.

«Βρε παιδιά ο Λύκος...» τους έλεγε ο γαίδαρος. 

«Μπα» λέγανε αυτοί, «Είναι η γιαγιά της κοκινοσκουφίτσας, που αρέσκεται που και που να ντύνεται λύκος».

«Για το όνομα του θεού» τους έλεγε ο γάιδαρος, «δεν βλέπετε το λυκίσιο ποδάρι του που το έχει βουτηγμένο στο αλεύρι».

«Ποιό αλεύρι» λέγανε οι  ιθαγενείς, «το πόδι του είναι άσπρο σαν το γάλα».

Και κανείς δεν αντέδρασε όταν ο γάιδαρος τους φώναζε «λύκος-λύκος», ούτε από την αριστερή, ουτε από την δεξιά μεριά της πόλης.






ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
«Governo»

Και ήρθε η ώρα να στείλουν άνθρωπο οι ιθαγενείς για το Governo.

Eδώ είμαστε, είπε ο Λύκαρος!
Τωρα είναι η ώρα των Λύκων!!!

Ξεχύθηκαν όλοι από την δεξιά μεριά της πόλης, από την αριστερή αλλά και από το κέντρο, εμπόροι, επιστήμονες, εργάτες, αγρότες, γυναίκες και άντρες και παιδιά, φωνάζοντας με αλλαλαγμούς:

«Λύκος-Λύκος-Λύκοοος!!!»

Ολοι όσοι μέχρι τώρα σιωπούσαν...

«Να αγωνιστούμε όλοι» φώναζαν οι πανικόβλητοι.

Τώρα όμως είναι αργά.

Όλοι, πλην γαιδάρων...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.