1. «Εδώ είναι η Ζαπάνταινα»
Δεν γνώρισα ποτέ άνθρωπο που να αγάπησε τόσο πολύ την
Κεφαλονιά, το χωριό του την Σκάλα, από τον Πατέρα μου.
Γεννήθηκα
και ζούσαμε στο Μπραχάμι,στην Αθήνα αλλά το σημείο της καθημερινής του σκέψης
ήταν το χωριό μας.
Μόλις
φτάναμε στην Κεφαλονιά, η διαδρομή ήταν γνωστή και πάντα ίδια:
«έλα
να πάμε στο χωριό» μου έλεγε.
«Το
χωριό» για τον Πατέρα μου ήταν η Παλαιά προσεισμική Σκάλα και η κατάληξη πάντα
της διαδρομής μας ήταν «Η
Ζαπάνταινα».
Η
Εκκλησία των Ζαπανταίων αλλά και των Τσιμαραίων.
«Εδώ
είναι η Ζαπάνταινα» μου έλεγε.
Ο
Πατέρας μου «έβλεπε» αυτό που εγώ δεν μπορούσα να δω.
Η
Παναγία η Ζαπάνταινα. Η Παναγία η Κακαβιώτισα. Η Παναγία η Παλαιόκτιστη δεν
υπήρχε πια.
Κατέρρευσε
με τους σεισμούς του 1953 και χάθηκε στο πλάι παίρνοντας μαζί της μνήμες και
ιστορίες ανθρώπων.
Στα
χρόνια που ακολούθησαν πάνω από τα ερείπια χωρίς επίγνωση του χώρου, πέρασε
ένας δρόμος που ολοκλήρωσε την καταστροφή με την εξαφάνιση του τελευταίου
ίχνους της προσεισμικής Εκκλησίας. Τα σκέπασε όλα η μπουλντόζα.
Αλλά
για τον Πατέρα μου και τα δικά του μάτια:
«Εδώ
είναι η Ζαπάνταινα».
Για
μένα, το μόνο σημάδι ήταν ένα πλαστικό εκκλησάκι ,σαν και αυτά που αφιερώνουν
στις άκρες των δρόμων για τις «κακές θύμισες».
2. «Το Χρέος»
Δεν
ξέρω αν ήταν ο καημός ή το χρέος.
Ήταν
το 1992 όταν ο Πατέρας μου αποφάσισε να πράξει αυτό που ήθελε πάντα από παλιά.
Σιγά-σιγά
με την ευλάβεια του μύστη, άρχισε να σκάβει στον τόπο της μνήμης, να αφαιρεί
χώματα και πέτρες που δεν ανήκαν εκεί, πέτρες «άκαρδες» και χώματα «άψυχα».
Ήταν
το ραντεβού με την πρότερη ζωή του.
Ένα
ραντεβού όμως που δεν έγινε ποτέ.
Προηγήθηκε
η συνάντηση με τον θάνατο.
Δεν
πρόλαβε.
Το
μόνο που έμεινε σαν εύρημα αυτής της προσπάθειας και αυτής της απόφασης ήταν
ένα τμήμα από ένα μπρούτζινο λυχνάρι.
Το έφερε
στο σπίτι με περηφάνια:
«είναι
από την Ζαπάνταινα».
Μισό
λυχνάρι σαν αυτά που φέρνανε τότε οι Σκαλισιάνοι που δούλευαν στον Δούναβη ή
στα καράβια, ίσως τάμα κάποιου μετανάστη.
Μισό
λυχνάρι.
Αυτό
το μισό λυχνάρι γέννησε μέσα μου το «χρέος».
3. Σαράκι
Πέρασαν από τότε 18 χρόνια.
Στο έδαφος δειλά είχε περιγραφεί το ίχνος της
προσεισμικής Εκκλησίας.
Ήταν το 2010 όταν ένας επίμονος Παπάς και μια γενιά
που έζησε τους σεισμούς του 1953 και τέλειωνε πια τον κύκλο της έβαζαν πιεστικά τον στόχο:
«Προχώρα. Αν ζούσε ο Πατέρας σου θα είχε φτιάξει την
Ζαπάνταινα».
Ήταν και το σαράκι που με έτρωγε και το καθήκον και ο καημός.
Και αρχίσαμε. Το καλοκαίρι του 2010.
4. «Είδον τα οστά τα
γεγυμνωμένα...»
Με τα χέρια και τα μάτια γυρίσαμε προσκυνητές ξανά
στην Εκκλησία μας.
Αναζητούσαμε το αποτύπωμα.
Σιγά-σιγά άρχισε να προβάλει μεγαλόπρεπη η
«Ζαπάνταινα»:
Το δάπεδο, η Αγία Τράπεζα ,μάρμαρα, ποριά, σπασμένα
σκεύη, υπολείμματα του πολυελαίου, ένα σιδερένιο καρφί, ένα γυαλί…
Το τμήμα του λυχναριού που έλειπε και που το βρήκαμε
μετά από 18 χρόνια από την πρώτη αναζήτηση του Πατέρα μου.
Το ανώφλι από πορίτικη πέτρα, τα σκαλοπάτια…
Κάτω στο γκρεμό μαζί με την Εκκλησία κατέρρευσε και το
μεγαλύτερο μέρος από το Νεκροταφείο.
Ήταν το πιο σκληρό αλλά δίκαιο και αναγκαίο έργο:
Η συλλογή των Αγίων
οστών που 60 χρόνια βρισκόντουσαν στο έλεος της λησμονιάς.
«Είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα και είπον, άρα τις εστίν;
Βασιλεύς ή στρατιώτης; Πλούσιος ή πένης;».Εκεί με ευλάβεια έγινε ο επανενταφιασμός των οστών, όπως
βρέθηκαν, ενώπιων του Θεού που έχει τον δικό του τρόπο να διακρίνει, και άτακτα
τοποθετήθηκαν ξανά Σταυροί και μάρμαρα:
«Μαρκαντώνης» «Ηλίας Ευσταθίου Ζαπάντης»: ο γιός του
Σημαιοφόρου της Επανάστασης της Σκάλας, του Ευστάθιου Ζαπάντη του Αναγνώστη.
«Άρα τις εστίν…»
5: «Έναν πουλίν, καλόν πουλίν…»
Πάρθεν η Ρωμανία…
Η Χριστιανική παράδοση σαν έπεσε η «Ρωμανία» θέλει τον
Δικέφαλο Αετό να φέρνει το μαύρο μήνυμα:
«Έναν πουλίν, καλόν πουλίν…»
Ένα πουλί.
Αυτός ο Δικέφαλος Αετός υπήρχε και στην Ζαπάνταινα,
σημάδι της Ιστορίας της Εκκλησίας και της ευλάβειας των συναδέλφων.
Ψάξαμε εναγώνια. Δεν βρήκαμε τον Δικέφαλο Αετό.
Κάποιο ιερόσυλο χέρι, σκεφτήκαμε πρόλαβε πριν από
εμάς, κάποτε, μέσα στα χρόνια που περάσανε.
Βάλαμε τις θύρες της Εκκλησίας, τις προσεισμικές
σφυρήλατες θύρες που τις βρήκαμε σε ένα Δημοτικό Υδραγωγείο και σαν τελευταία
πράξη να βάλουμε τα σκαλοπάτια στην κεντρική είσοδο της Εκκλησίας μας.
Μιάς Εκκλησιάς που δεν θέλαμε και δεν χρειαζόταν να
βάλουμε σκεπή.
Βλέπαμε έτσι,χωρίς σκεπή, ποιο καθαρά Αγίους και κύρια
Ουρανούς.
Να βάλουμε τα σκαλοπάτια και να φύγουμε.
Και τότε μέσα από την Γη, στην θεμελίωση του σκαλοπατιού, μετά από
περισσότερο από μισό Αιώνα, πρόβαλε άθικτο από τον χρόνο, ανέπαφο
«έναν πουλίν,καλόν πουλί…»
Ο Δικέφαλος Αετός της Ζαπάνταινας.
Έργο αξίων ανθρώπων, σύμβολο μιάς εποχής.
Προσμένοντας τον
τελικό του προορισμό.
Το γράφω για την μνήμη του Πατέρα μου, για την
εξαιρετική επιμονή του Παπά Σταύρου Ζαπάντη, για τόσους πολλούς αγαπημένους
ανθρώπους που ήρθαν στην ανασκαφή και στην αναζήτηση της Ζαπάνταινας «να δουν»
μα πιο πολύ κρυφά να κλάψουν από συγκίνηση και περηφάνια:
Για όσους βοήθησαν, ιδίως για όσους δεν πρόλαβαν να
δουν ξανά την Ζαπάνταινα.
Με την πίστη ότι τίποτα δεν πάει χαμένο και όλα
μπορεί να γίνουν ξανά.