«ΡΟΜΑΝΤΖΑΔΑ» ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ!

 

Με παίρνει ο Μάκης ο Μεταξάς τηλέφωνο:

«ρε δεν πάμε στην «Ρομάντζα» να φάμε κανα ψαράκι;»

«Και δεν πάμε, θα συναντηθούμε εκεί» απάντησα έχοντας άγνοια του κινδύνου.



Πήγαμε.

Ξαφνικά βλέπω τον Μεταξά να ανεβαίνει την σκάλα με τον Φίλιππα.

Ένας κόμπος κάθισε στον λαιμό μου γιατί ο Φίλιππας είναι σαν τον Ποσειδώνα.

Τρώει με μια «τρίαινα», ένα δυκριάνι αντί για πιρούνι και άμα προλάβεις να αρπάξεις  κανένα ξεροκόμματο είσαι στους τυχερούς.

Βέβαια ο Μάκης είναι ακόμα χειρότερος. Ακόμα και την σούπα την τρώει με τα δάκτυλα.


Τέλος πάντων. Βρέθηκα ανάμεσα στις συμπληγάδες και δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής.


ΤΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙΑ


«είναι και κάνα κιλό μπαρμπούνια πρωινά» μας είπε ο Γιάννης.

Ήταν μπαρμπουνάρες αλλά λέω που να φτουρήσουν με αυτούς τους λαίλαπες. Θα τα φάνε ρουφηχτά και ούτε που θα τα μυρίσω.

«Ασε τα μπαρμπούνια και φέρε μας…»

Πήραμε  και του «πουλιού το γάλα». Και όλα άψογα.

Πέσαμε στον αγώνα «όπου προλάβει» και με την άκρη του ματιού μου επιτηρούσα τους Μεταξάδες που όπως κατάλαβα ενεργούσαν «βάση σχεδίου» αφού μόλις άπλωνα το χεράκι μου ορμούσαν ομαδόν και έτσι χανόμουν μέσα στον ορυμαγδό.


ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ


Μέσα σε αυτήν την «μονομαχία γιγάντων» σκάει μύτη ο Μπάμπης.

Ο Ρωμάνος.

Ο Μάκης ο Μεταξάς άρχισε τα γνωστά του σαλιαρίσματα: «γεια σου Μπαμπίνο, κάτσε μαζί μας…».

Οι άλλοι πιο μετρημένοι αρκεστήκαμε σε ένα: «γεια σου Μπάμπη».

Ο «Μπαμπίνος» τα γνωστά του ευγενή:

«τα σκατά με το φτυάρι. Από το δρόμο μύριζε του ψοφιμιού. Κοίτα ποιούς ψηφίζαμε. Που θα έπρεπε να σας βαράνε με στειλιάρι ελίτικο. Σιγά μην κάτσω μαζί σας να ακούω τις παλαβομάρες σας…»

Προσπέρασε και έκατσε σε 4 καρέκλες μόνος του σε ένα τραπέζι απέναντι μας αλλά σε «απόσταση βολής».

Ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε μέσα από τα στήθια μου.

Λέω. Ευτυχώς γλυτώσαμε.


Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ


Αλλά δεν γλυτώσαμε.

«Τι θα φάω;» ρωτάει τους «Ρομαντζέρος» ο Μπάμπης.

«Εχουμε πίτα καλή, μπακαλιάρο σκορδαλιά...» 

«Κάτι πιο εκλεκτό»... ο Μπάμπης


«Εχουμε σολωμό»... 

«Άλλο, άλλο..» ο «Μπαμπίνος» 


«Να σου ψήσουμε μια τσιπούρα;»

«Πιο εκλεκτό...»


«Ε, είναι και κάνα κιλό μπαρμπούνια».

«Να τα δω...» ο Μπάμπης ο οποίος για όσους δεν ξέρουν δεν τρώει ψάρι αν δεν είναι από παραγάδι και αν πρώτα δεν του «πάρει συνέντευξη».

Τα είδε.

«Βάλε τα μπαρμπόυνια και φέρε μια σκάφη πατάτες ντόπιες, ένα τελάρο τομάτα ντόπια και μια μπύρα παγωμένη».

Εμείς απέναντι «κάναμε επανάληψη» σε κάτι ψαροκόκαλα που είχαν μείνει από τον «πρώτο γύρο» της αναμέτρησης.

Και τότε άρχισε ο Γολγοθάς.


«ΘΥΜΑΣΑΙ ΜΕΤΑΞΑ;»


Τρέχανε τα σάλια μου.

Βούταγε ο Μπάμπης προκλητικά, να τον βλέπουμε όλοι, τις μπαρμπουνάρες μία-μία από το κεφάλι και με τρόπο αριστοτεχνικό τις έτρωγε σαν τον γάτο.

Ανάμεσα στο ρούφηγμα των μπαρμπουνιών άρχισε:

«θυμάσαι Μεταξά την κακοθύμητη μέρα που πήγες για Νομάρχης και εγώ έτρεχα στην Ιθάκη και κιντύνεψα να με μαυρίσουν στο ξύλο;»

«Θυμάμαι Μπάμπη μου» ο αφελής Μεταξάς που απορώ πως βγήκε Νομάρχης.

«Ναι αλλά δεν βλέπω την αγάπη σου» ο Μπάμπης.

«Μια μπύρα στον Μπάμπη»ο Μεταξάς.


Μετά από λίγο:

«θυμάσαι Μεταξά που όταν έβαλες για Πρόεδρος μπήκα υποψήφιος σου;»

«Θυμάμαι Μπάμπη μου» ο αφελέστερος Μεταξάς που απορώ πως βγήκε Πρόεδρος.

«ναι αλλά δεν βλέπω την αγάπη σου»ο Μπάμπης.

Και δότου κέρασμα ο Μεταξάς.


«Θυμάσαι Μεταξά που βγήκες για Δήμαρχος και έκανα την καρδιά μου πέτρα;» ο Μπάμπης.

«Θυμάμαι Μπάμπη μου»ο αφελέστατος Μεταξάς που απορώ πως βγήκε Δήμαρχος.

Και άντε: «τα γλυκά του Μπάμπη από μένα».


Εγώ ο καημένος προσπαθούσα να τον συμμάσω:

«μην του απαντάς, μην του δίνεις θάρρος, είναι παγίδα».

Εκεί ο Μεταξάς. Βόιδακλας:

«Μπα μωρέ ο Μπαμπίνος, πως τα λέει…».


ΝΑ ΤΑ ΛΕΜΕ


Αφού έφαγε τον άμπακο, πήρε τα ψαροκέφαλα για τον γάτο, ρεύτηκε σαν μπέμπης που μόλις ήπιε μια νταμιτζάνα γάλα, σηκώθηκε, μας έριξε ένα:

«να τα λέμε» και έφυγε ο Μπάμπης.


Ζήτησα αμέσως λογαριασμό.

Ο Μεταξάς στην κοσμάρα του:

«Μωρέ είναι ωραίος ο Μπαμπίνος»


Εμένα με ζώνανε τα μαύρα φίδια:

«Αυτά είναι τα δικά σας και αυτά τα μπαρμπούνια του Μπάμπη.» 

Mας φέρανε την λυπητερή.

Κοίταξα τον Μεταξά με βλέμμα διαπεραστικό.

«Μεταξά όπως κατάλαβες την φάγαμε» του είπα.

Αυτός το βιολί του:

«Μωρέ είναι ωραίος ο Μπαμπίνος».


Πληρώσαμε  αγόγγυστα. Ήπιαμε ένα τελευταίο ποτήρι και φύγαμε.

Απέναντι καραούλευε ο «ωραίος Μπαμπίνος».

«Να μας ξανάρθετε» φωνάζει.


Ο Μεταξάς: «α ρε διαουλίνο».

Θα ξανάρθουμε γιατί όλα ήταν ωραία και είναι όμορφο να είσαι ανάμεσα σε φίλους.

Θα ξανάρθουμε στην Ρομάντζα.

Αλλά.

Μια μέρα που ο «Μπαμπίνος» θα λείπει στην Αθήνα.


Υ.Γ. Η αφήγηση είναι αυθεντική, αφού προέρχεται από τα ίδια τα μπαρμπούνια που παραβίασαν το γενικό κανόνα της «σιγής ιχθύος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.