Ο ΚΑΡΟΥΜΠΑΛΟΣ!

1.-“Σύρμα ο Καρούμπαλος”



Στο Μπραχάμι γεννήθηκα και μεγάλωσα.

Στο νούμερο 28 της Αγίου Δημητρίου,κοντά στην Πλατεία Καλογήρων.

Τότε δεν υπήρχε σπίτι ψιλότερο από 2 ορόφους .Παντού μικρά σπιτάκια με αυλές και πολλά παιδιά.

Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω που βρέθηκαν τόσα παιδιά. Κάθε μέρα περισσότερα και άγνωστα.

Ήταν η εποχή της εσωτερικής μετανάστευσης και διαρκώς νέες οικογένειες και γείτονες έκαναν την εμφάνιση τους.

Κάθε γειτονιά είχε και την “συμμορία” της.

Με αυτοσχέδια σπαθιά,ακόντια μίας χρήσης,συνθήματα ορμάγαμε στον γειτονικό “εχθρό”.

Πεδίο μάχης το ρέμα,το Κατσιπόδι.

Το Κατσιπόδι μας χώριζε από την Δάφνη. Μιά ξύλινη γέφυρα ήταν  η επικοινωνία μας.

Εμείς από την μεριά του Μπραχαμιού και οι “εχθροί” από απέναντι.

Συνθήματα όπως : “Κότες,δειλοί,φοβητσιάρηδες”

Και από την άλλη: “περάστε αν τολμάτε”.

 

Και η “μάχη” δινόταν στα λόγια από τις δυό μεριές του ποταμιού ,χωρίς νικητές και χωρίς θύματα.

Στην πραγματικότητα το ρέμα ήταν η ζώνη ασφαλείας:

Ούτε να περάσουμε θέλαμε,ούτε να περάσουν οι “εχθροί”.

Καλύτερα μακρυά και αγαπημένοι.

Το “φονικό” μας όπλο ήταν η σφεντόνα.

Είχα μιά λαστικιέρα δηλητήριο.

Το σπουδαίο ήταν οτι  το ‘βεληνεκές” της λαστικιέρας δεν υπερέβαινε την απόσταση των δύο πλευρών του ποταμιού.

Έτσι εγώ κοκορευόμουν γιά την σκοπευτική μου δεινότητα αλλά από την άλλη μεριά δεν έστρωσα την αντίπερα όχθη με θύματα

 

Και ακόμα εκεί θα ήμασταν,στις όχθες του ποταμιού αν δεν έκανε  την εμφάνιση του ο “Καρούμπαλος”!

Ο “Καρούμπαλος” ήταν ο Αστυνόμος της περιοχής!

Ένας άνθρωπος με ύψος 1.60,σκληρά χαρακτηριστικά,αγέλαστος που οδηγούσε ένα τσιπ της Αστυνομίας με ένα φως στην οροφή.

Ένα “καρούμπαλο”.

Από εκεί,από αυτό το φανάρι ,είχε πάρει το παρατσούκλι ο “Καρούμπαλος”!.

Μόλις έσκαγε μύτη ο “Καρούμπαλος” έπεφτε πανικός.

“Σύρμα ο Καρούμπαλος!” και εξαφανιζόμασταν όλοι εν ριπή οφθαλμού.

Ήταν φόβος τρόμος ο Καρούμπαλος αν και,γιά να ήμαστε δίκαιοι ποτέ δεν έκανε κάτι άλλο από το να εμφανίζεται ως καταλυτική δύναμη των συνεχών “πολέμων “μας.

Ηταν ο “Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών”,δύναμη Ειρήνης ο Καρούμπαλος αλλά μόνο και μόνο η όψη του προκαλούσε πανικό.

Κουτρουβαλώντας εξαφανιζόμασταν να κρυφτούμε στο σκοτεινότερο μέρος του σπιτιού μας.

Ηταν ο φόβος μας ο Καρούμπαλος και παντα είχαμε την έγνοια μην εμφανιστεί στην πόρτα μας καταδιώκοντας τους “εμπόλεμους”

Ήμασταν βέβαια και 10-12 χρόνων και εύκολα πλάθαμε τους δικούς μας εχθρούς και φόβους.

 

2.-Το Μαρακάνα.

Ηταν πεδίο μεγάλης δόξης το “Μαρακάνα”.

Ενα οικόπεδο επί της οδού Αγίου Δημητρίου.

Μιά τεράστια αλάνα που οριζόταν από το ποτάμι και την οδό Αγίου Δημητρίου,λίγο μετά την Πλατεία Καλογήρων.

Κάθε απόγευμα δινόντουσαν οι “αθλητικού περιεχομένου” μάχες.

Μάχες μέχρις τελικής πτώσης!

Ήμουν πρωταγωνιστής σε αυτές τις αναμετρήσεις οχι τόσο γιά το ποδοσφαιρικό μου ταλέντο αλλά γιατί είχα μιά δερμάτινη τρίφυλλη μπάλα!

Την μοναδική μπάλα,δώρο του Θείου μου του Σπύρου από την Γερμανία.

Αυτή η μπάλα καθόριζε και την αγωνιστική μου παρουσία αφού εξασφάλιζε την συνεχή συμμετοχή μου στους αγώνες ως ιδιοκτήτη της μπάλας.

Τότε έγινε η καταστροφή!

Απέναντι από το “Μαρακάνα” ήταν μιά βιοτεχνία επίπλων:

“Εργοστάσιον Σαναταμούρη” νομίζω λεγόταν αν και πιά άρχισα να ξεχνάω.

Το εργοστάσιο είχε κάτι παραθυράκια με μικρά τζάμια σε όλη του την πρόσοψη.

Εκεί που ο αγώνας είχε πάρει διαστάσεις επικές,μιά στραβοκλοτσιά έστειλε την μπάλα στην αυλή της Βιοτεχνίας.

Τότε ήταν που ένας πολέμιος του αθλήματος βγαίνει από το Εργοστάσιο  με ένα μαχαίρι και με μοναδική βαρβαρότητα έσκισε την μπάλα μου!

Μιά μαχαιριά στην καρδιά μου!

Το τέλος των  αγώνων μας και του “Μαρακάνα”.

Και η μπάλα μου;

Αυτό το Θείο δώρο;Η αγαπημένη μου μπάλα;

Πήγα γρήγορα στο σπίτι μου και επέστρεψα με την λαστικιέρα μου.

Σε λίγα λεπτά είχα πάρει την εκδίκηση μου!

Δεν άφησα ούτε ένα τζάμι στην βιοτεχνία του δολοφόνου της μπάλας μου.

Ούτε ένα!

 

3.Της φυλακής τα σίδερα

Δεν πρόλαβα να φύγω.

Ενα χέρι με βουτάει από πίσω.

Ηταν ο Καρούμπαλος!

Μου κόπηκε η ανάσα. Ποτέ δεν είχα δει από κοντά τον “φοβερό Καρούμπαλο” και τώρα είχα πέσει στα νύχια του.

Βρέθηκα,χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη στο τζιπάκι και με οδηγό τον Καρούμπαλο ,στο Τμήμα στο Μπραχάμι.

Μαθητής του Δημοτικού. Πέμπτη Τάξη.

Σωτήριο έτος 1967!

Σκέφτηκα οτι πλέον θα πάω φυλακή!

Η όψη του Καρούμπαλου δικαιολογούσε τον φόβο μου ενώ ο κάθε Αστυνόμος που μου μιλούσε μου φαινόταν τρομερότερος και τρομακτικότερος από τον προηγούμενο:

“Εσύ έσπασες τα τζάμια;”,ε ρωτούσε ό ένας και πριν προλάβω να απαντήσω ασφαλώς αρνητικά πετιόταν  ο άλλος:

“ξέρω εγώ τι παλιόπαιδο είσαι”.

Πάει λέω,δεν την γλυτώνω την φυλακή.

Περίμενα εκεί σε μιά γωνιά προσμένοντας το τέλος μου.

Αναθάρρησα οταν ξαφνικά είδα να μπαίνει ο Πατέρας μου!

Με την μουστάκα του,χαιρέτησε τον “Καρούμπαλο” και 2-3 άλλους Αστυνομικούς με την οικειότητα Ανθρώπων που γνωρίζονται.

Κάτι είπε ο Καρούμπαλος στον Πατέρα μου,κάτι είπε ο Πατέρας μου στον Καρούμπαλο χωρίς να μπορέσω να ακούω και μετά άκουσα “φωνή Κυρίου”!

“Έλα πάμε και θα τα πούμε στο σπίτι” μου είπε ο Πατέρας μου.

Και φύγαμε χωρίς να καταλήξω στην φυλακή.

Θεωρούσα όμως ότι είχα πάρει μιά δίκαιη εκδίκηση γιά την φουκαριάρα την μπάλα μου.

 

4.- Ο “Πελιές”

Με τον Πατέρα μου δεν “τα είπαμε στο σπίτι”.

Δεν μου είπε τίποτα γιά τα τζάμια και την λαστικιέρα μου.

Πιστεύω κατα βάθος οτι δικαιολογούσε την στάση μου και αποδοκίμαζε τον δολοφόνο της μπάλας μου.

“Τα είπαμε όμως με την Μάνα μου!”

Η Μάνα μου δεν καταλάβαινε από ποδόσφαιρο.

Μου βάραγε το κεφάλι μου στην πορτα προς τιμωρία μου συνοδευοντας όλα αυτά τα ωραία από προτροπές:

“δεν θα σε κάνω εγώ Πελέ!”

Ο Πελέ ήταν τότε ο Βραζιλιάνος άσσος που όμοιος του δεν πέρασε ποτέ.

Τον ήξερε μέχρι και η Μάνα μου.

“Δε θα σε κάνω εγώ Πελέ”και δότου κουτουλίδι στην πόρτα μέχρι που έκανα πραγματικό καρούμπαλο.

Στο σπίτι ερχόταν 2 φορές τον Μήνα η Αλεξάντρα.

Η Αλεξάνδρα ήταν το “πλυντήριο” μας .

Μιά αγαθή γυναίκα από το Παχτούρι Τρικάλων που έβαζε την μπουγάδα μας με σκάφη.

“Δεν θα σε κάνω εγώ Πελέ” η Μάνα μου και βάρα το κεφάλι μου στην πόρτα.

Η Αλεξάνδρα δόστου την σκάφη ενω παράλληλα κοίταγε αν θα σπάσει πρώτα η πόρτα η το κεφάλι μου.

Όταν η Μάνα μου κουράστηκε  να “τα λέμε” και σταμάτησε την νουθεσία περί ποδοσφαίρου,

ακούστηκε η φωνή της Αλεξάνδρας:

“τι τουν θέλς τον Πηλιέ;”

Έτσι “Πηλιές” δεν έγινα .

 

 

4. Γειά σου ρε Καρούμπαλε!

Πέρασαν 2-3 χρόνια.

Πήγα Γυμνάσιο στο Πρώτο Πλάκας.

Ήταν γύρω στο 1970.

Κουρευόμουν κύρια στου Φόντα.

Ένας Λευκαδίτης Κουρέας που ήξερε όλα τα κουτσομπολιά στο Μπραχάμι.

Πάντα μου έδινε μιά σφαλιάρα στο σβέρκο,με ρώταγε “πως να τα πάρει” και με κούρευε όπως ήθελε.

Ήμουν πιά 14 χρόνων.

Βγαίνοντας από το Κουρείο πέφτω στην πόρτα πάνω στον Καρούμπαλο!

“Τι κάνεις ρε μάγκα; έβαλες καθόλου μυαλό;”

Ένας γελαστός,χαρούμενος άνθρωπος,φιλικός και κύρια με ενδιαφέρον γιά την τύχη τους ανθρώπου που είχε απέναντι του.

“Έβαλες καθόλου μυαλό;”

Αυτός ήταν ο Καρούμπαλος.

Ένας Αστυνόμος “φόβος και τρόμος”

Που όμως στην πραγματικότητα τον γνώρισα στην πόρτα ενός κουρείου.

Το γράφω μετά τα ‘όσα συμβαίνουν τώρα στην Αστυνομία.

Το γράφω με την ελπίδα ο σύγχρονος Ελληνας Αστυνομικός να γίνει σαν τον Καρούμπαλο.

Ένα όργανο Τάξης,κοντά στον Άνθρωπο ,χρήσιμος γιά τον Άνθρωπο,δίκαιος με τον Άνθρωπο.

Το γράφω γιά τους τόσους άξιους Αστυνομικούς που γνώρισα στην Κεφαλονιά στο επαγγελματικό μου “ταξίδι”

Γειά σου ρε Καρούμπαλε!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.